- Βακχική
- ΒακχικόςBis Acc.fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βακχικῇ — Βακχικός Bis Acc. fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγριώνια — Βακχική γιορτή, που γινόταν στον Ορχομενό της Βοιωτίας, τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο, ίσως κάθε τριετία. Κατά τον Πλούταρχο, η γιορτή είχε το παρακάτω τυπικό: γυναίκες έτρεχαν στα χωράφια και στα βουνά, αναζητώντας τον Διόνυσο. Ταυτόχρονα, με… … Dictionary of Greek
Αγράνια — Βακχική γιορτή που γινόταν στο Άργος προς τιμήν του Διονύσου· σχετίζεται με τις τρεις κόρες του μυθικού βασιλιά του Άργους, Προίτου. Μόλις ήρθαν σε ώρα γάμου επειδή είχαν περιφρονήσει τις θυσίες του Διονύσου, οι τρεις αδελφές έγιναν μανιακές και… … Dictionary of Greek
συναναβακχεύω — Α οδηγώ επίσης και άλλον σε βακχική μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναβακχεύω «διεγείρω κάποιον ώστε να κυριευτεί από βακχική μανία, καταλαμβάνομαι από βακχική μανία»] … Dictionary of Greek
αναβακχεύω — ἀναβακχεύω (Α) 1. διεγείρω κάποιον ώστε να κυριευθεί από βακχική μανία 2. καταλαμβάνομαι από βακχική μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βακχεύω] … Dictionary of Greek
θύσθλα — θύσθλα, τὰ (Α) 1. τα ιερά σκεύη τα οποία χρησιμοποιούσαν στις βακχικές πομπές 2. συνεκδ. η βακχική τελετή, η βακχική πομπή 2. θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θυρσ θλα με απλοποίηση τού συμφωνικού συμπλέγματος < θύρσος + θλον. Κατέληξε να σημαίνει… … Dictionary of Greek
καταβακχιούμαι — καταβακχιοῡμαι, όομαι (Α) βρίσκομαι σε έξαλλη κατάσταση από βακχεία*, καταλαμβάνομαι από βακχική μανία, καταβακχεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βακχιοῦμαι «καταλαμβάνομαι από βακχική μανία» (< Βάκχος)] … Dictionary of Greek
προσβακχεύω — Α 1. εμβάλλω βακχική μανία σε κάποιον («τὸν οἶστρον προσβακχεύσας ταῑς γυναιξί», Φιλόστρ.) 2. (για τη βακχική μανία) επέρχομαι, καταλαμβάνω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + βακχεύω (< Βάκχος)] … Dictionary of Greek
BACCHUS — I. BACCHUS Iovis ex Semele filius. Orpheus in Hymnis. Κιςςοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ᾿ ἀείδειν. Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸνυἷον. Idem aliô Hymnô Iovis et proserpinae filium putavit. Ε῎υβουλ᾿ ἐυπολύβουλε Διὸς καὶ Περσεφονείας. Hunc Deum … Hofmann J. Lexicon universale
Βάκχος — I Προσωνυμία του Διόνυσου. Στη λατινική μυθολογία, ο Β. (Bacchus) αντιπροσωπεύει τη φυτική ζωή και οι γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του (Βακχεία) είχαν γνωρίσει εξαιρετική ανάπτυξη. Ρωμαϊκό γλυπτό που εικονίζει τον θεό Βάκχο. Ο Βάκχος σε πίνακα … Dictionary of Greek